- ἀγναῖος
- ἀγναῖος· καθαρός, Hsch. [full] ἀγναιώτης· ἐπὶ πολὺ κεκαυμένος, Id. [full] ἁγνάκορος, ὁ,A = ἀνάγυρος, Sch.Nic.Th.71 (fort. -κοπος). [full] ἀγνα<μ>πτοπόλεμος, ον, inflexible in war, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.